- καμπαρ(ν)τίνα, η
- καμπαρ(ν)τίνα, η και γκαμπαρ(ν)τίνα, η (λ. γαλλ.)1. μάλλινο ύφασμα χωρίς χνούδι, που είναι σχεδόν αδιάβροχο.2. πανωφόρι που κατασκευάζεται από τέτοιο ύφασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.